- ἰσομεροῦς
- ἰσομερήςequally dividedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
νορβαλίνη — η (βιοχ.) ονομασία του 2 α μινοπεντανοϊκού οξέος, ισομερούς τής βαλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. norvaline < nor (< normal) + valine «βaλίνη»] … Dictionary of Greek
νορλευκίνη — η (βιοχ.) κοινή ονομασία τού αμινο 2 εξανοϊκού οξέος, ισομερούς τής λευκίνης και τής ισολευκίνης με κανονική αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο, πρβλ. αγγλ. norleucine < nor (< normal «κανονικός») + leucine (< λευκός + κατάλ. ίνη)] … Dictionary of Greek
ομοιοκινησία — η βιολ. το φαινόμενο τής ισομερούς κατανομής τών στοιχείων τής χρωματίνης τού πυρήνα κυττάρου κατά τη μίτωση … Dictionary of Greek
σακχαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ζάχαρη 2. χημ. αυτός που είναι σχετικός με το σάκχαρο ή αυτός που προέρχεται από χημική ένωση σακχάρου (α. «σακχαρικό άλας» β. «σακχαρικός εστέρας») 3. φρ. «σακχαρικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία… … Dictionary of Greek
σις — Ν χημ. α) πρόθημα το οποίο, στη στερεοχημεία, υποδηλώνει την περίπτωση ενός γεωμετρικού ισομερούς στο οποίο δύο όμοιοι υποκαταστάτες βρίσκονται προς την ίδια πλευρά τού μορίου β) πρόθημα το οποίο, στην οργανική χημεία, χρησιμοποιείται για να… … Dictionary of Greek
τρανσ- — Ν χημ. α) (στη στερεοχημεία) πρόθημα που υποδηλώνει την περίπτωση ενός γεωμετρικού ισομερούς ή διαστερεοϊσομερούς, στο μόριο τού οποίου δύο όμοιοι υποκαταστάτες είναι απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον β) (στην οργανική χημεία) πρόθημα που… … Dictionary of Greek
καρβακρόλη — Φαινόλη, ισομερής προς τη θυμόλη, του τύπου C10H13OH. Αποτελεί το κύριο συστατικό ορισμένων αιθέριων ελαίων, όπως το θυμέλαιο, το ριγανέλαιο κ.ά. Είναι άχρωμο, παχύρρευστο υγρό, με σημείο τήξης 0,5°C και σημείο βρασμού περίπου 240°C. Σχηματίζεται … Dictionary of Greek
κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… … Dictionary of Greek